- ἀγωνιζομένους
- ἀγωνίζομαιcontend for a prizepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
CHOREA — nomen saltationem denotans, und eortum, docet Mercurialis: Loca, inquiens, ubi saltationes peragerentur, primo, cum nondum excultae essent, fuêre vici, et plateae publicae; deinde, cum maiorem dignitatem atque ornamentum recepissent, ad… … Hofmann J. Lexicon universale
STADIODROMI — Σταδιοδρόμοι, genus olim cursorum, a cursu unius tantum stadii dicti. Unde Tzetzes l. 3. Histor. Chil. 6 de iis, ἁπλοῦν, inquit, ποιοῦνται τὸν δρόμον. Sic enim apud eum rescribit Voss. Agnosticôn l. 1. c. 28. Qui vero duplex unô cursu Stadium… … Hofmann J. Lexicon universale
αγώνιος — (I) ἀγώνιος, ον (Α) [ἀγών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα 2. ως επίθ. θεών που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους ή όσους βρίσκονται σε κίνδυνο 3. φρ. «ἀγώνιοι θεοί», θεοί σε συνάθροιση, σε συγκέντρωση ή οι θεοί που προέδρευαν στα μεγάλα… … Dictionary of Greek
πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις … Dictionary of Greek
Καρατάσος — Επώνυμο οικογένειας κλεφταρματολών από την κεντρική Μακεδονία, που διακρίθηκαν στην Επανάσταση του 1821. 1. Αθανάσιος (19ος αι.). Γιος του Τάσου (βλ. 2.). Αιχμαλωτίστηκε στην πολιορκία της Νάουσας και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου βασανίστηκε … Dictionary of Greek
Μαρκόπουλος, Γιάννης — (Ηράκλειο 1939 –). Μουσικοσυνθέτης. Έμαθε βιολί και κλαρίνο, ενώ από νεαρή ηλικία συμμετείχε στην συμφωνική μπάντα της Ιεράπετρας. Στην Κρήτη έγραψε τις πρώτες συνθέσεις του, αρκετές από τις οποίες γνώρισαν επιτυχία αργότερα. Το 1956… … Dictionary of Greek
Παδοβάς, Στέφανος — (1807 – 1872). Νομομαθής και πολιτικός. Διετέλεσε εισαγγελέας στην Κέρκυρα και πολέμησε τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο Γλάδστωνας. Τάχθηκε με τους αγωνιζόμενους για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Ως βουλευτής στη 12η περίοδο της Ιονίου … Dictionary of Greek